ἐπιβύστρα

ἐπιβύστρα
ἐπιβύστρᾱ , ἐπιβύστρα
stopper
fem nom/voc/acc dual
ἐπιβύστρᾱ , ἐπιβύστρα
stopper
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιβύστρα — η (Α ἐπιβύστρα) βύσμα, βούλωμα νεοελλ. η οπή για την εμπύρευση τών παλαιών πυροβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βύστρα (παράλληλος τ. τής λ. βύσμα «πώμα, βούλλωμα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”